- περίπατος
- ο, ΝΜΑ1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού περπατώ, βάδισμα για αναψυχή («μετὰ δὲ τὸ δεῑπνον ἔτυχον ἐν περιπάτῳ ὄντες», Ξεν.)2. (κατ' επέκτ.) τόπος ή χώρος όπου περπατούν οι άνθρωποι για προσωπική τους ευχαρίστηση3. η φιλοσοφική σχολή τού Αριστοτέλους, ο οποίος συνήθιζε να περπατά και ταυτόχρονα να διδάσκει τους μαθητές του στο Λύκειο τής Αθήναςνεοελλ.1. σύντομη διαδρομή που γίνεται με τα πόδια ή με όχημα, βόλτα2. ζωολ. χαρακτηριστικό γένος ονυχοφόρων3. φρ. α) «τυχαίος περίπατος»μαθημ. στοχαστική διαδικασία βασισμένη στο πρόβλημα προσδιορισμού τής πιθανής θέσης σημείου που κινείται τυχαία, όταν είναι γνωστές οι πιθανότητες τής κίνησης για ορισμένη απόσταση και κατεύθυνσηβ) «πάει [ή πήγε] περίπατο» — χάθηκε οριστικά ή καταστράφηκε ανεπανόρθωτααρχ.1. η περιπάτησις*2. ονομασία τής πρωινής και εσπερινής διδασκαλίας τού Αριστοτέλους3. υπόστεγος χώρος, όπου οι άνθρωποι περπατούσαν4. αστρολ. κίνηση κατά μήκος τού ζωδιακού κύκλου5. μτφ. α) εκγύμναση, άσκησηβ) τρόπος ζωής6. φρ. «οἱ ἐκ τοῦ περιπάτου» — η φιλοσοφική σχολή τού Αριστοτέλουςβ) «οἱ ἀπὸ τοῦ Περιπάτου» — ονομασία που δόθηκε στον Ξενοκράτη και στον Αριστοτέλη από το γεγονός ότι ο κοινός δάσκαλός τους, ο Πλάτων, συνήθιζε να περπατά και να διδάσκει ταυτόχρονα.[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. από το ρ. περιπατώ].
Dictionary of Greek. 2013.